- λαλήματα
- λάλημαtalkneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάλημα — το (AM λάλημα) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φλυαρία νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («τού πετεινού το λάλημα») 2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου 3. στον πληθ. τα λαλήματα τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή… … Dictionary of Greek
λαλούμενα — τα (Μ λαλούμενα) [λαλώ] μουσικά πνευστά όργανα, λαϊκή ορχήστρα μουσικών οργάνων, αλλ. λαλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλούμενα (ενν. όργανα), ουσιαστικοποιημένος τ. μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. τού ρ. λαλώ (πρβλ. και λαλουμένη)] … Dictionary of Greek